- συμπέτομαι
- Α [πέτομαι]πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπέτῃ — συμπέτομαι fly with pres subj mp 2nd sg συμπέτομαι fly with pres ind mp 2nd sg συμπίτνω fall aor subj act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιπταμένων — συμπέτομαι fly with pres part mp fem gen pl συμπέτομαι fly with pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπετῆσιν — συμπέτομαι fly with pres subj mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπέταται — συμπέτομαι fly with pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπέτεσθαι — συμπέτομαι fly with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπέτονται — συμπέτομαι fly with pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιπταμένη — συμπέτομαι fly with pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνίπτανται — συμπέτομαι fly with pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνίπταται — συμπέτομαι fly with pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπτησιν — συμπέτομαι fly with aor subj mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)